συζεύγω

συζεύγω
Ν
βλ. συζευγνύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συζευγνύω — συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν [ζεύγνυμι / ζευννύω] 1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.) 2. συνδέω με… …   Dictionary of Greek

  • συζεύω — και συζεύγω σύζευξα, συζεύχτηκα, συζευγμένος 1. ενώνω, συνδέω παράλληλα. 2. μτφ., παντρεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”